- παραφυλάω
- παραφυλάω, παραφύλαξα βλ. πίν. 231
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αγροικιάζομαι — παραφυλάω να ακούσω τι λένε οι άλλοι, αφουγκράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *αγροικιά ή το ρ. αγροικώ, αναλογικά προς το συνών. αφτιάζομαι] … Dictionary of Greek
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek
δοκεύω — (Α) 1. παρατηρώ, παραφυλάω 2. κοιτάζω, βλέπω 3. αναμένω, περιμένω («ἀνέμοιο γαληναίης τε δοκεύω», Άρατος) 4. επιζητώ, επιδιώκω 5. σκέπτομαι 6. νομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δοκεύω, όπως και τα δοκάω, δοκάζω, δοκώ, εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής… … Dictionary of Greek
επαγρυπνώ — ἐπαγρυπνῶ, έω (Α) [επάγρυπνος] μσν. νεοελλ. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου κάπου («επαγρυπνεί για την ακριβή τήρηση τού νόμου») αρχ. 1. μένω άγρυπνος, διανυκτερεύω για κάτι 2. παραφυλάω, παραμονεύω, επιτηρώ … Dictionary of Greek
εφορμώ — (I) (ΑΜ ἐφορμῶ, άω) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω αρχ. 1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου 2. (με απρμφ.) επιθυμώ 3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι 4. (παθ. και μέσ.)… … Dictionary of Greek
λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… … Dictionary of Greek
λοχώ — (I) λοχώ, ἡ (Α) λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμ ώ, μορφ ώ)]. (II) λοχῶ, άω (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω… … Dictionary of Greek
οπιπεύω — ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α) 1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.) 2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω 3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῑσιν … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρακάθομαι — 1. μένω σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολυκάθομαι, αργώ να μετακινηθώ από κάπου 2. παραμονεύω, παραφυλάω, κρυφακούω … Dictionary of Greek